- μουζεβίρης
- ο , μουζεβίρα и μουζεβίρισσα η , μουζεβίρικο τό1) крючкотвор; 2) клеветни|к, -ца; 3) плут, -овка, мошенни|к, -ца, обманщи|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουζεβίρης — ο, θηλ. ισσα και ίρα, ουδ. ικο και ίρικο 1. στρεψόδικος 2. (κατ επέκτ.) συκοφάντης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. muzewir] … Dictionary of Greek